- διαβάτης
- οο οδοιπόρος, ο περαστικός: Εκείνη την ώρα στο δρόμο υπήρχε μόνο ένας διαβάτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαβάτης — one who ferries over masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάτης — ο (θηλ. διαβάτρα και διαβάτισσα, η) (AM διαβάτης, θηλ. διαβάτις) [διαβαίνω] μσν. νεοελλ. οδοιπόρος, περαστικός αρχ. αυτός που περνά απέναντι, στο άλλο μέρος … Dictionary of Greek
διαβατῆς — διαβατός to be crossed fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβατῶν — διαβάτης one who ferries over masc gen pl διαβατός to be crossed fem gen pl διαβατός to be crossed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάτην — διαβάτης one who ferries over masc acc sg (attic epic ionic) διαβαίνω stride aor ind act 3rd dual (epic) διαβαίνω stride aor ind act 3rd dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Nördliche Sporaden — (Βόρειες Σποράδες) Lage der Inseln Gewässer Ägäisches Meer … Deutsch Wikipedia
διαβατάρης — ο (θηλ. άρα και ισσα, η) [διαβάτης] διαβάτης, οδοιπόρος, περαστικός … Dictionary of Greek
έρμαξ — ἕρμαξ, ὁ (Α) [έρμα] 1. σωρός από πέτρες γύρω από αγάλματα τού Ερμή που τοποθετούσαν στις οδούς, σχηματιζόμενος εξαιτίας τής παλιάς συνήθειας τών αρχαίων να ρίχνει κάθε διαβάτης μια πέτρα στον σωρό, ο αρμακάς 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἕρμακες ὕφαλοι… … Dictionary of Greek
αναθεματούρι — το το μέρος όπου ρίχνονται οι πέτρες τού αναθέματος, ο τόπος τού αναθεματισμού, όπου κάθε διαβάτης ρίχνει την πέτρα τού αναθέματος φωνάζοντας «ανάθεμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάθεμα + ούρι] … Dictionary of Greek
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek